θέληση

θέληση
[-ις (-εως)] η
1) воля, желание;

παρά τη θέλησή μου — вопреки моей воле, помимо моего желания;

2) расположение, готовность (сделать что-л.);

άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;

3) сила воли, твёрдость характера; настойчивость;

άνθρωπος με θέληση — человек с сильным характером, волевой человек;

άνθρωπος χωρίς θέληση — безвольный, слабохарактерный человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θέληση" в других словарях:

  • θέληση — η (AM θέλησις) [θέλω] η βούληση προς επιδίωξη και επίτευξη ορισμένου σκοπού (α. «αυτό το παιδί έχει θέληση, θα προκόψει» β. «τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἦλθον», ΠΔ) νεοελλ. 1. δύναμη τού χαρακτήρα («άνθρωπος χωρίς θέληση») 2. διάθεση («με λίγη καλή… …   Dictionary of Greek

  • θέληση — η 1. βούληση: Θείαθέληση. 2. επιθυμία: Όλα έγιναν παρά τη θέλησή μου. 3. διάθεση: Δεν έχει θέληση για γράμματα. – Χρειάζεται καλή θέληση. 4. αποφασιστικότητα, δύναμη χαρακτήρα: Προχωρεί με θέληση στην πραγματοποίηση του σκοπού του. – Αλύγιστη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'θελήσῃ — ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήση — θέλησις a willing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήσῃ — ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg θελήσηι , θέλησις a willing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήσηι — θελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg θελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg θελήσῃ , ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg θέλησις a willing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • αέκητι — ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α) παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»